- άδικος
- -η, -οεπίρρ. -α και αδίκως1. αυτός που δεν είναι δίκαιος: Ήταν σκληρός και άδικος άνθρωπος.2. ασεβής, αμαρτωλός: Ο Θεός στέλνει τα καλά του σε δίκαιους και άδικους.3. μάταιος, ανωφελής: Θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά άδικος κόπος.4. το ουδ. ως ουσ., το άδικο, α. η αδικία: Το άδικο δεν ευλογείται, β. αυτό που λογικά δεν είναι σωστό: Στο ζήτημα αυτό έχεις άδικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.